αριδάκρυος

αριδάκρυος
ἀριδάκρυος, -ον και ἀρίδακρυς, -υ (Α)
αυτός που χύνει πολλά δάκρυα (για πρόσωπα) ή που συνοδεύεται με πολλά δάκρυα («ἀριδάκρυος γόος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + δάκρυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀριδάκρυος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριδάκρυον — ἀριδάκρυος masc/fem acc sg ἀριδάκρυος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριδάκρυοι — ἀριδάκρυος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”